-
1 велосипедный
велосипед||ныйприл ποδηλατικός, τοῦ ποδηλάτου:\велосипедныйный спорт ἡ ποδηλασία, ἡ ποδηλατοδρομία, τό ποδηλατικό σπορ. -
2 ποδηλασία
[подиласиа] ουσ. Θ. езда на велосипеде, велосипедный спорт,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ποδηλασία
-
3 спорт
ο αθλητισμόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > спорт
-
4 спорт
1. спорт м о αθλητισμός, το σπορ; автомобильный \спорт η αυτοκινητοδρομία; велосипедный \спорт η ποδηλασία; водный \спорт τα θαλασσινά σπορ; гребной \спорт η κωπηλασία; лыжный \спорт η χιονοδρομία, το σκι; парусный \спорт η ιστιοπλοία; заниматься \спортом ασχολούμαι με τον αθλητισμό 2. спорт, о διαιτητής; ο ελλανοδίκης (член жюри)* * *мο αθλητισμός, το σπορавтомоби́льный спорт — η αυτοκινητοδρομία
велосипе́дный спорт — η ποδηλασία
во́дный спорт — τα θαλασσινά σπορ
гребно́й спорт — η κωπηλασία
лы́жный спорт — η χιονοδρομία, το σκι
па́русный спорт — η ιστιοπλοία
занима́ться спортом — ασχολούμαι με τον αθλητισμό
-
5 спорт
спортм ὁ ἀθλητισμός, τό σπορ:велосипедный \спорт ἡ ποδηλασία· гребной \спорт ἡ κωπηλασία· лыжный \спорт τό σκί, ἡ χιονοδρομία· парусный \спорт οἱ ἰστιοπλοϊκοί ἀγώνες· любитель \спорта ὁ φίλαθλος.